ἀκουομένων

ἀκουομένων
ἀκούω
hear
pres part mp fem gen pl
ἀκούω
hear
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπερακουσία — και παλ. τ. υπεράκουση, η, Ν ιατρ. ακουστική υπεραισθησία εξαιτίας τής οποίας η αντίληψη τών οξέων τόνων συνοδεύεται από επώδυνο αίσθημα, οπότε υπάρχει η λεγόμενη επώδυνη υπερακουσία, ή από υποκειμενική αύξηση τής έντασης τών ακουόμενων ήχων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”